-Με λεν «Maman Vertu» και σχολαστική και βαρετή και δεν ξέρω τι άλλο....
-Το λεν από εκδίκηση γιατί δεν μπορούν να πλησιάσουν.
-Λοιπόν;
-Για τον πολύ τον κόσμο είστε ίσως και αντιπαθητική, γιατί τον πολύ τον κόσμο τον βαστάτε μακριά, τον αποκρούετε. Είστε όμως φοβερά επικίνδυνη για όποιον σας πλησιάσει... για εκείνους που δουν την ψυχή σας....
-Δεν τη δείχνω σε κανέναν, διέκοψα απότομα, τρομαγμένη πάλι.
Μια στιγμή δε μίλησε, και ύστερα είπε:
-Είστε επικίνδυνη για όσους σας πλησιάσουν, ακριβώς επειδή είστε τόσο κλειστή για τους πολλούς.
-Ανοησίες!, διέκοψα, και του μίλησα για το βιβλίο του, ένα έργο που μου είπε ένα βράδυ, στης αδερφής μου, που κάθουνταν κοντά μου, στο τραπέζι, πως το είχε γράψει, και του το ζήτησα μα αρνήθηκε να μου το δώσει. Του είπα: Το δουλεύετε ακόμα;. Μου αποκρίθηκε:
-Όχι, είναι έτοιμο»
-Μου το αρνηθήκατε, τάχα πως είναι τόσο κακογραμμένο ώστε δε διαβάζεται!.
-Ναι, για σας. Εγώ το διαβάζω.
-Διορθώσετέ το και δώσετέ μου το.
-Δεν μπορώ, είπε σιγά. Και πρόσθεσε: Δεν έχω καιρό.
-Τόσο σας απασχολεί το προξενείο;.
-Όχι
Λίγην ώρα δε μίλησε. Γυρισμένος από το μέρος μου, με τα μάτια σκυφτά, σώπαινε. Πιο σιγά, με συμπάθεια, νιώθοντας πως κάτι τον πονούσε, ρώτησα:
-Τι κάνετε;.
Μ' αποκρίθηκε: Τίποτα... Θέλω να φύγω.
-Σας εννοώ, του είπα πάλι. Ξέσπασε ξαφνικά.
-Και τι με μέλλει αν μ' εννοείτε, αφού δεν με βοηθείτε να φύγω από δω;. Κοντοστάθηκα. Σάστισα. Τον ρώτησα:
-Πώς μπορώ εγώ να σας βοηθήσω;
Είπε απότομα:
-Διώξτε με.
-Εγώ;.
-Ναι. Πριν με νικήσει η Κλεοπάτρα. Νευρικά, συσπασμένος πρόσθεσε: Μόνο αυτή μπορεί να με κρατήσει εδώ, να με νικήσει, όπως νίκησε δυο δυνατούς Ρωμαίους.
Του είπα:
-Εσείς έχετε άλλα όνειρα, δεν πρέπει να σας φοβίζει η Κλεοπάτρα.
Είπε:
-Και μένα μπορεί να με εξουδετερώσει.
Το είχε πει χαμηλόφωνα, με σκυφτό κεφάλι. Δεν αποκρίθηκα. Σήκωσε τα μάτια. Είχα καταλάβει. Και το είδε. Αργά έγειρε πίσω το κεφάλι με μιαν ακατάδεκτη κίνηση που του ήταν συνηθισμένη, και από μέσα από τα χαμηλωμένα του ματοτσίνουρα με κοίταζε. Του είπα σιγά:
-Όχι, δεν πρέπει η Κλεοπάτρα να σας κρατήσει. Φύγετε, ριχθείτε πάλι στη δουλειά. Είπε:
-Δεν μπορώ να εργαστώ. Δε μ' ενδιαφέρει τίποτε.
-Ζητήσετε να σας μεταθέσουν στη Μακεδονία.
-Ούτε αυτή δεν μ' ενδιαφέρει πια, είπε χαμηλόφωνα.
Τον κοίταξα έτσι λιγνό, χλωμό, πεσμένο στον καναπέ κοντά μου, που δονούσε όλος. Και ήμουν κοντά του εγώ, η Κλεοπάτρα, η κοκέτα, η επικίνδυνη για τους λίγους, για κείνον... Και είπε με τη χαμηλή, voilee φωνή του:
-Δεν κάνω τίποτε, και δε θέλω πια να φύγω... Και περιμένω κάθε μέρα, πότε να έρθει το βράδυ για να σας δω.
Σώπασε, και μείναμε ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Και μέσα μου κάτι κατακάθιζε, δυνάμωνε, μ' έκανε ατσάλι. Πολύ ήσυχα του είπα:
-Κύριε [Δραγούμη], αν νόμιζα πως το να με βλέπετε μπορούσε να σας κάνει να ξεχάσετε τα όνειρά σας είπας, θα σας έκλεια την πόρτα μου.
Με το χέρι έκανε μιαν αόριστη κίνηση, που τη βλέπω ακόμα.
-Λοιπόν, είπε, κάνετέ το... Εκεί πηγαίνω.