Καρτερούσα τον έρωτα κι΄ έλεα θάρθη ένα βράδυ
Δίχως μήνυμα, αθόρυβα σαν ανάλαφρο χάδι.
Θάρθη αγάλια κι΄ ως έρχεται το κρινάκι στα χιόνια
κι΄ ως με μιας ανθοσκέπουνε τ΄ άγριου βάτου τα κλώνια.
κι΄ όλη χαίρεται απάντεχα η βαρύθυμη πλάση
και ξεχνιέται στο ηλιόχαρο ξαφνικό της γιορτάσι!
Καρτερούσα τον έρωτα να χυθή από έρμο σπίτι
σαν το φως στο ηλιόχαρο του γλυκού αποσπερίτη.
Κι όλα γύρω να λάμψουνε κ΄ η καρδιά μου ένα αστέρι
μιας καλόβολης μάγισσας σαν να τ΄ άγγιξε χέρι.
Καρτερούσα τον έρωτα κι΄ ήρθε! μα ήταν ωιμένα
σκοτεινός, και στην όψη του χαμογέλοιο κανένα.
Δεν επράυνε, κι ένιωσα στην καρδιά μου τον τρόμο
όπου ανοιώνουμε άγνωρο, σαν τραβάμε το δρόμο.
Κι΄ ως τα μάτια του στύλωσε στα δικά μου εντός, είδα
της σκλαβιάς μου πώς έπλεκαν την βαρειάν αλυσίδα.
Είμαι ΄γω που περίμενες, κι΄ ήρθα! Μούπεν αγάλι
και το χέρι του απίθωσε στο σκυφτό μου κεφάλι…
Καρτερούσα τον έρωτα κ΄ έλεα θάρθη ένα βράδυ
δίχως μήνυμα, αθόρυβα, σαν ανάλαφρο χάδι!
Κι ήρθε αμίλητος κι΄ άγριος σαν αφέντης κουρσάρος,
τη χαρά φέρνει κάποτε, συχνά γίνεται χάρος!
Στην τρανή του τη δύναμη, ωσάν σε ακροποτάμι
αφημένο στο δρόλαπα μοναχό ένα καλάμι.
Τη ζωή μου ακυβέρνητη μες στα δυο του τα χέρια
πότε την πάει στα τάρταρα, πότε ψηλά ως τ΄ αστέρια,
Κι΄ όπως του ήλιου το φίλημα το λουλούδι ανασταίνει
κι΄ ύστερα έρχεται η πύρη του και σκληρά το μαραίνει,
η ψυχή μου στο φίλημα το δικό του σαν κρίνο
πότε ανθεί, πότε καίγεται στη φλόγα του ως εκείνο.