Φτάσαμε ως τελευταίο σύνορο
τα τείχη δεν ήτανε πολύ ψηλά
όμως δειλιάσαμε
την ύστατη στιγμή
μας έλειψε η ορμή
για το μοιραίο άλμα
το πέρασμα είναι απότομο
ακράτητο ένα κύμα
μια σαϊτιά από χέρια που δεν τρέμουν
ματώσανε τα χέρια μας
στις μυτερές τις πέτρες
και το κορμί απ΄ άκρη σ΄ άκρη μια πληγή
καμιά κραυγή κι ο θάνατός μας μίζερος
φτάσαμε ως το τελευταίο σύνορο
και σταματήσαμε
έρμαια μιας λαχτάρας που αγάλι αγάλι και ξεφτάει
μείναμε σκλάβοι κακομοιριασμένοι και φτωχοί
στα στήθια μας χτυπάει μια καρδιά φτηνή
έχουμε και μια ξέθωρη ψυχή
που όλο και κάτι μέσα της αθόρυβα γκρεμνάει.