27.7.09

Ήσουν κι εσύ άνθρωπος



Ήσουν εκεί, όπως συνήθιζες, μόνος και έστεκες μέσα στη βροχή.
Τα ρούχα σου βρεγμένα κολλούσαν πάνω σου μες στα λασπόνερα.
Μα εσένα ούτε που σε ένοιαζε.
Πότε χαμογελούσες και πότε πότε μάλωνες με τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν στο πρόσωπό σου.
Τα μάτια σου υγρά, τα ανοιγόκλεινες ξανά και ξανά, λες και κάτι να ήθελες να διώξεις. Ήταν η βροχή ή μήπως δάκρυα –δεν μπορούσα να δω.
Φάνταζες υπνωτισμένος από τον ήχο που έκανε το νερό, όπως άγγιζε το χώμα και τα ξερά φύλλα.
Στιγμές στιγμές σε είδα να λικνίζεσαι, λες και σε είχε συνεπάρει το άκουσμα μιας μελωδίας.
Ήσουν ένα με τη φύση κι έδειχνες μαγεμένος.
Πέρασαν κάτι άνθρωποι σε είδαν και τρομαγμένοι έτρεξαν να φύγουν.
Ίσως σε πέρασαν για άγριο ζώο, ίσως για άγνωστο στοιχειό.
Ήταν η βροχή, ίσως ήταν που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κιόλας και έτσι δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ότι ήσουν και εσύ άνθρωπος.