20.12.12

Πρόσφυγες



Δες πώς συσσωρεύεται η κτίση
Κάτω απ' το βλέμμα του ανθρώπου.
Τι απομένει... Έν' απέραντο σεντόνι.
Τις άκρες του θα σηκώσει μονάχος.
Τον μπόγο θα φτιάξει της κατοικημένης γης,
Ακόμη και της στέπας και της θάλασσας,
Στον ώμο του θα τον φορτώσει
Και θα φύγει.

17.12.12

Au milieu du temps, au lieu du temps


Ιλία Ζομπ. Άρωμα φλούδας λεμονιού. 1997.

β'
Στα πόδια του προσφέρω τα χθεσινά
και τα αυριανά, θέλω να πω: ικετεύω:
άσε με λίγο ακόμα στο δάσος σου,
της λεμονιάς,
τουλάχιστον το κέρδος της αναμονής,

και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. -Το κέρδος!
Μετά από εξήντα στιγμές
το θυμήθηκες; Δες πού είμαστε, στο τούνελ
της αβύσσου,
κυλιέσαι και το λες: αναμονή,
είμαι για να σε τραβώ ανόητη, είμαι
για να σ' αγαπώ,

ξεκαρδίστηκα, είναι: η
άβυσ-ςος ο γέλωτας
μιας Θείας Κωμωδίας

7.12.12

Το έλατο


Βίνσεντ βαν Γκογκ. Δημόσιος Κήπος με Ζευγάρι και Μπλε Έλατο: Ο Κήπος των ποιητών ΙΙΙ. Άρλ, 1888

Είσαι ευάλωτη. Το έλατο που ζει στο μπαλκόνι.
Το στέμμα σου σ' εξαναγκάζει να θυμηθείς την εχθρική
ανωνυμία των πράσινων εκτάσεων.
Κι η παροδική δόξα των ανόητων χριστουγεννιάτικων φώτων
που οι υπερφίαλοι αγριότοποι τόσο υποτονικά ευθύμησαν, με την επιθυμία
και μια γεύση αμαρτίας που παρέμεινε.
Ποιος ξέρει αν η βροχή πέφτει επειδή θέλεις να κλάψεις,
επειδή το κλίμα και η αγάπη μπορεί κάλλιστα να ανήκουν στο ίδιο
πράγμα. Μέρος του ίδιου γρίφου από σύννεφα που αγωνίζονται
και στροβιλίζονται από το ένα λευκό βουνό στο άλλο, ακυρώνοντας
τη δουλειά που έχουν κάνει. Μέρος του αχνού τοπίου ζωγραφισμένου
με νερομπογιές από το παιδί που φανταζόμαστε πως κάποτε ήμασταν.
Κι αν κλαις τώρα δεν είναι επειδή πέφτουν άφθονες
οι χοντρές στάλες καλοκαιρινής βροχής που παρασέρνουν όλα τα χρώματα,
αλλά για το όνειρο που έχασες: ονειρεύτηκες πως έβρεχε.
Κι επειδή, παρά τη θέλησή σου, ευχαριστείς τη ζωή.

Μτφρ.: Β. Μανουσάκης

27.11.12

Θέρος


Βίνσεντ βαν Γκογκ. Κλαδεμένες ιτιές στο ηλιοβασίλεμα.1888.

Το φως κυλά
στην κατολίσθηση της πέτρας
και η κρυψώνα του φιδιού
λαθραία περνάει και βυθίζεται
κάτω απ' την καμπάνα του ήλιου
μια ακτίνα σιωπής:
ποτέ δεν άκουσα ουρλιαχτά
τις χασμωδίες της αντανάκλασης
-τ' αυτιά μου είχαν ματώσει
από το σάλεμα του τζίτζικα-
κι όπως του δέντρου ο μαρασμός
προσκύνησα το καλοκαίρι.

Είδα τα ρούχα μου καμμένα σαν χαρτί
τραύμα το στόμα μου χάρτης του κόσμου
πλήγματα έβαλα και δαγκωνιές
σε όσον ίσκιο μού περίσσευε
να γίνει τρόμος
μην μου τον κλέψουν
όσοι παλεύανε το ρίγος τους
μέσα σε καύματα
και σκύλου δόντια.

O πυρετός κι αν μας νικά
τα χέρια δυναμώνει
με μιαν ανάκρουση
παλμών κι ερώτων:
εκεί που ούτε χορτάρι
δεν βλασταίνει
σμίγει κι αφήνεται
κάμπος ονείρων
και δράκος τρυφερός.

Δίψα δεν έσβησε κανείς
όσο το ποίημα που γιατρεύτηκε
απ' την κακή του σκέψη.

15.11.12

Για να τελειώνουμε μ' αυτή την υπόθεση


Ιερώνυμος Μπος. Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων (λεπτομέρεια από το κεντρικό τμήμα του τριπτύχου). 
Μεταξύ 1490-1510. 

Όχι εμένα, όχι το πρόσωπό
Μου, όχι αυτό που κρύβεται κάτω
Απ' το πουκάμισο.
Μιλάω κι ας ξέρω ότι η φωνή
Θα πνιγεί μες στα ψυγεία που
Παγώνουν τα σφαγμένα
Ζώα.

Υπάρχει δεν υπάρχει, τι με ενδιαφέρει.
Έτσι στο βρόντο κουνάω τα χέρια προς
Τον ουρανό.
Τι όμορφα που είναι τ' αγγελούδια
Σκοτωμένα
Με τα θλιμμένα μάτια τους, να μας κοιτούν. 

9.11.12

Λέει ότι είναι κήπος


Ανρί Ματίς. Το ανοιχτό παράθυρο. 1905.

Ήμουν εδώ πριν από εσένα.
Θα φύγω από εδώ πριν από εσένα.

(Ήσουν μπροστά όταν σου είπα
ότι σ' αγαπάω;)

 (Άραγε η περιγραφή
του μέλλοντος
ήταν η σωστή;)

Ανάσα μεγάλη ανάσα
Βαθιά ανάσα με αναστεναγμό

Νυχτώνει παντού με δυσκολία
Ο πιο ασφαλής τρόπος
για να φανερωθώ.

Εύκολη συνήθεια να γράφεις.
Δύσκολη συνήθεια να ζεις.

Στον κήπο μοιραία παίζουν ξένα
στρουμπουλά παιδάκια
Συνεχίζεται η ζωή από μακριά

 (Σου είχα τάξει τον ουρανό
με τ' άστρα.
Βρήκες τίποτα;) 

3.11.12

Μια τρίτη εκδοχή



Άντι Γουόρχολ. Πορτρέτο γάτας. 1970.

Όταν ο Σρέντιγκερ άνοιξε το κουτί
η γάτα δεν ήταν εκεί.

21.9.12

Αν μια γυναίκα γινόταν Μεσσίας


Πάβελ Κουτσίνσκι

Αν μια γυναίκα γινόταν Μεσσίας,
πιθανώς να μην αποτελούσε σημαντικό δράμα,
θα ήταν παρά ένα αμυδρό γεγονός κι ασήμαντο.
Δε θα μπορούσε να είναι παρά όμορφο.

Μια τέτοια γυναίκα σίγουρα θα μιλούσε ελάχιστα
για ηθική και θρησκεία.
Μια τέτοια γυναίκα, σίγουρα ποτέ δε θα διέδιδε,
μήτε θα ενέπνεε κάποιο ευαγγέλιο.
Θα ζούσε γαλήνια και ντροπαλά
κοντά σε μια τοπική λίμνη, σε ορισμένες μέρες
με κάποιες σχεδόν θεϊκές αγωνίες
Θα εισέβαλλε πάνω της, με την πιο θηλυκή φροντίδα,
όπως με το να σπαράζει άψογα στο κλάμα πάνω της,
όχι πιο υπέροχα
από κάθε άλλη γυναίκα.
Δε θα είχε καμία αφύσικη πείνα,
ούτε λιγότερους εραστές,
δε θα έκανε ευαγγελικά κόλπα
με πέτρες και ραβδιά,
θα προσλάμβανε ακόμα όλη της την έμφυτη χάρη
για να κερδίσει μια συνηθισμένη καρδιά,
ενός συνηθισμένου άνδρα,
όπως κάθε γυναίκα με θέληση είναι ικανή.

Και, όπως σε κάθε άλλη γυναίκα,
η αυτοεξομολόγησή της θα φυλασσόταν
στο κεφαλομάντηλό της πλάι,
κάτω από το μαξιλάρι στο οποίο θα κοιμόταν.

Ίσως να λατρευόταν για το νοικοκυριό της,
δε θα μπορούσε ποτέ να αρνηθεί τα σφάλματά της,
θα κανάκευε τις ιδιωτικές της ανοησίες
θα φλυαρούσε για τα όνειρά της,
θα προσευχόταν σε έναν προσωπικό Θεό,
θα αποδεχόταν ανιστόρητα γεγονότα
θα ήταν γλυκιά στον γάμο και στη μητρότητα.

Ποιος θα γνώριζε τη σιωπηλή της εργασία;
Ποιος θα την αποκαλούσε Σωτήρα, ή ακόμη Αγία;
Ποιος θα την ταλαιπωρούσε με έναν σταυρό ή μια εκκλησία;
Κανείς.

Μτφρ.: Μ. Κατσοπούλου