Γουίλιαμ Πάουελ. Φτώχεια και Πρόνοια.1888.
Θεός μοιάζει τ' ωραίο παλικαράκι σου,
που κάθεται κοντά σου κι ακούει προσεκτικά
το λόγο το γλυκό σου και το γελάκι σου
κελαρυστά.
Σας βλέπω κι η καρδιά μου κομμάτια γίνεται
τριγύρω στο λαιμό μου σφίγγεται μια θηλιά∙
πνίγομαι, η φωνή μου νομίζω σβήνεται
σιγά-σιγά.
Γλώσσα δεν έχω πλέον. Πάει βουβάθηκα!
Μέσα μου αρχίζει τώρα να καίει μια φωτιά.
Τα μάτια μου θολώνουν. Το φως μου! Χάθηκα!
Πάω στα τυφλά!
Βουίζουνε τ' αυτιά μου, τρέμω, ζαλίζομαι.
Ιδρώνω, πρασινίζω σαν τα χλωρά σπαρτά.
Αν δεν πεθάνω τώρα, ψυχανεμίζομαι
λιποθυμιά.
Μα ο φτωχός το θάρρος πρέπει της πείνας του
να έχει, να τολμάει...
Μεταγραφή: Γ. Μπλάνας