17.4.11

Ένσταση για μια παύλα



Εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα
άργησες να στείλεις
τον πιο μακρύ χαιρετισμό σου.
Σαν το γέρικο χελιδόνι
που άφησε ξαφνικά
την παλιά σκεπή μου.
Κι όμως, η Άνοιξη
εξακολουθεί να έρχεται.
Η ζωή γιατί δεν γυρνά;
Μπ.

Κατά το «δοκούν» βιώνω,
ανήκοντας σε κάστα ικανή να αγνοεί
των συνανθρώπων ή της ανάγκης τα κελεύσματα.

Ακόμα κατά το «δοκούν» ευδαιμονώ,
των ημερών μου ηνίοχος,
διανύοντας ήρεμα τον προκαθορισμένο για μένα χρόνο,
εφοδιασμένη, πλην των ηνίων,
με τις προϋποθέσεις για μια συνετή διαδρομή.

Επίσης κατά το δοκούν ευδαιμονώ,
την αμβροσία με το ψωμάκι ταυτίζοντας,
το νέκταρ με το νερό και με του μη εφικτού την παραδοχή.

Κάποτε κάποτε πάλι ευδαιμονώ αιθεροβατώντας
πάνω σε μελιχρότατους μουσικούς φθόγγους ή
σε δεινών χειριστών της γραφίδας στίχους.

Θεϊκής απογείωσης ώρα, καθώς
ραβδοσκοπώντας το χώμα που πατώ ή
τον ουρανό που ατενίζω,
δαμάζω την βαρύτητα.

Κι όταν η ώρα του νόστου σημάνει,
την ωραία μελωδία, το βάθος ή το κελάρισμα
κάποιων στίχων αναπολώντας,
καθώς βαδίζω, υψηπετώ, οπότε επιτρεπετές
οι προεκτάσεις ή αμφισβητήσεις
σε αισθητηρίων μηνύματα.

Έτσι, ενίσταμαι για την πολυσήμαντη παύλα –
των ματιών μου ακίδα-
που αναμένει να συνδέσει την αρχή
με το ελευσόμενο κάποτε τέλος.

Δεν είναι άρνηση του αναπόφευκτου.
Όμως τα σήμαντρα στης Εδέμ τον πυλώνα
δεν έγιναν ποτέ προπομποί θλίψης.