23.9.09

Ευοίωνος γητευτής κι απατηλός!

.
Ήρθες και γύρω σου το βρόχινο σκηνικό
παραμόρφωνε με το θαμπό υποβλητικό φωτισμό
του
το ήδη απατηλό άγγιγμα της χάρης σου.
Έκρυβες την ασχήμια απ΄ τα μάτια μου
πίσω απ΄ το παραπέτασμα της πιο άπλετης
ομορφιάς.
Και το νερό που μαλακά κυλούσε γύρω σου
ασημένιο φόντο,
παράσερνε και έλιωνε μία μία τις αναστολές μου.
Καθηλώθηκα απ΄ τη σαγήνη των αρπακτικών
που φώλιαζαν στις απάνεμες κορφές των ματιών
σου
μα οι λάμιες χόρευαν κάτω απ΄ τα πέπλα σου
και το κεφάλι της Μέδουσας φύτρωνε στην
καρδιά σου
και πέτρωνε κάθε εμβρυακή ομορφιά που
φιλοδοξούσε ν΄ ανθίσει.
Καταστροφικοί αγέρηδες και λυσσαλέοι Τυφώνες
χύμηξαν
στα αναιμικά αισθήματά σου και τίποτα
δεν έμεινε απ΄ τον κατακλυσμό.
Και γω ατσάλι και γρανίτης, στόφα σκληρή,
αλώβητη,
που ο πόνος και η άχραντη μοναξιά είχαν χρόνια
χαλκεύσει
μ΄ αντάρτικο αίμα μέσα μου να αντίκειται και
ν΄ αντέχει,
δείλιασα μπρος στο χαράτσι τω ματιών σου!