17.9.09

Η ραψωδία της αρτοποιίας



Παίρνεις αλεύρι.
Προσθέτεις νερό.
Σιγά σιγά.
Σιγά σιγά.
Πρέπει να το ανοίξεις.
Κολλά ανάμεσα στα δάχτυλα: το αίσθημα της πάπιας.
Πρώτα να γίνει ελαστικό.
Με δέρμα τρυφερό και νοτισμένο.
Θα χαϊδέψεις την επιφάνεια με λευκή σκόνη.

Πασπαλίζω, Πασ-πα-
- Ακουμπώ.

Πρέπει να το ανοίξεις:

(να είναι ελαστικό και κάπως στρογγυλό).

Από το ένα χέρι στο άλλο (όγδοος μήνας της ζωής).
Από το ένα χέρι στο άλλο και
επιστροφή.

(Στους ώμους σου διακρίνω δυο ραγισματιές
Που κλείνουν σ΄ ένα τρίγωνο ντεκολτέ- Μπαμ! Τον κάνει ο κυνηγός τρέεχει

τρέχει ο λαγός)

Μα πρέπει να μπει από πάνω ο πλάστης (ο Πλάστης)
ή ένα μπουκάλι (une bouteille?)

ΒΑΘΙΕΣ ΡΑΓΙΣΜΑΤΙΕΣ ΜΑΣΣΑΛΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ ΄93
ΨΕΜΑΤΑ (ΑΣΕ…)

Ο λαγός, κλειδωμένος και νεκρός.
Οι απαγορευμένες λέξεις.
Οι από οθόνης περιορισμοί.
Έπρεπε, έπρεπε να το απλώσεις.
Να γίνει λεπτό.
Τι το φοβάσαι;
… θα ξεδιπλώσει, τότε το γεώδες άρωμά του.
(νότες, υπόκρουση, κλειδοκύμβαλο, βιολί…)
μια κάποια ύφεση-
Ακόμα κι όταν η συνέχεια γίνεται ασύλληπτη

Δώσε μια παράταση, ως εξής:

Γονατίζεις μπροστά στον καιρό
Και ακουμπάς (ακουμπάς;) το μέτωπο
Αγγίζεις το έδαφος με το μέτωπο

(έχεις φροντίσει να εξασφαλίσεις θεατές)