13.9.11

Αθυρόστομος περίπατος


«Η συνουσία στη φύση είναι πέτρα κρεμασμένη από ένα σκάφανδρο που οδηγεί διαρκώς προς το άπειρο», συλλογιζόταν ενώ περπατούσε και το μυαλό του οξυγονώθηκε, έλυνε κόμβους κι έκοβε δεσμούς. Ήταν θαμνό, αλλά ένιωθε δέντρο. Είχε ρίζα, μα δεν έπιανε στα χέρια του κλαδιά. Περπατούσε στο λασπόδασος κι άφηνε τις πατημασιές του να γίνονται γίγαντες. «Διώχθηκα από τη συνουσία», σκεφτόταν. «Ο καβγάς μας γέννησε εσπεριδοειδή». Έπαιρνε δρόμο κι εκείνος τον άφηνε. Θα γύριζε αλλά κλωτσιά στα σκέλη δεύτερη δεν θ' άντεχαν τ' αχλάδια. Έτσι, είπε να πατήσει σιωπηλά στα πατήματα, να βουλιάξει τα γουρούνια του στις λάσπες. Βούλιαζε ξανά και ξανά και κάθε πίδακας ήταν γη κολλημένη στο πέλμα του. Έφτασε πίσω στης συνουσίας το μέρος, εκεί που το ζαχαροκάλαμο καμάκωσε ένα ψάρι. Στο μυαλό του, η Γκρέτελ φούσκωνε το στήθος της με σιλικόνη από γάλα πλαστικό. Ο Μινώταυρος -ο Μίνωας του ταύρου ο γιος- χτενιζόταν στο μπουντουάρ. Έπεφτε βαθιά στη νοσταλγία κατακέφαλα. Πνεύμα δεν υπήρχε κάτω απ' τα πόδια, μόνο που και που κάτι μύγες απήγαγαν το σώμα του, από έρωτα. Εκείνος γαργαλούσε γέλια και έσπερνε πένθος. Σε κείνο το σημείο μέτρησε σαλιγκάρια αντί για πρόβατα. 104 στο μέτρημα - ήρθε η ώρα που τον παίρνει ο ύπνος. Κι έγειρε σ' αυτό το τρίτο πόδι της κεραίας τους. Κάπου εκεί αυτό το ακέφαλο σέλας τον δάγκωσε κι εκείνος από θαμνό έγινε ο φύλακας και το χρυσό κοράκι. Κι όλο αυτό επειδή ήπιε λίγο γάλα και μέθυσε.