2.6.11

Απαράλλαχτα



Φύγανε μέρες πολλές, σαν σελίδες φωτορομάντζου
αφελούς, πλην όμως ονείρων πρόκληση.
Τα βράδια ίδια, τα πρωινά απαράλλαχτα,
επανάληψη φόβου, ντροπής, αδυναμίας,
χαλασμένα πράγματα. Κι εγώ, μέσα σ΄ αυτά.
Μονάχα εκείνο το τρέμουλο στο χείλι σου να ΄βλεπα
μπορεί ν΄ άντεχα τις νύχτες.
Μα περισσότερο εκείνα τα πρωινά
που προδιαγράφουν μια ίδια κι απαράλλαχτη μέρα.
Τροχός, χωρίς αρχή και τέλος.
Κι εσύ εκεί με τη φωνή σου,
να προσπαθείς να φτιάξεις ένα χαλασμένο πράγμα…