30.11.09

Κράτα τα χρόνια


Δικές μας είναι οι χαρές και το μοίρασμά τους, στο χέρι των άλλων.
Κι αν τρόπος δεν υπάρχει να τις μοιραστείς, απ΄ το χέρι των άλλων κι αυτός.
Παραμένουν όμως δικές μας, φανερές ή κρυφές για το ένα αγαπημένο χέρι,
εκείνο που μόνο όταν ακουμπάμε καταλαβαίνουμε ότι του αρέσει.
Εκείνο που φοβάται να σηκωθεί πρώτο να προσφέρει τη ζεστασιά του,
παρά όταν σ΄ αγγίξει νιώθεις την αγάπη την κρυφή.
Είναι όμως η χαρά πως θα το αγαπάς πάντα,
αρκετή για να το αισθάνεσαι μέχρι τέλους,
μοναδική παρηγοριά για την ασχήμια που η φύση σε προίκισε.

Δικές μας είναι και οι πίκρες και το μοίρασμά τους, στα μάτια τα δικά μας.
Κι αν τρόπος δεν υπάρχει να τις κρύψεις, απ΄ τα μάτια των άλλων, αυτός.
Φεύγουν όμως, δικές μας, φανερές ή κρυφές για το ένα αγαπημένο βλέμμα,
εκείνο που μόνο όταν μας κοιτάζει καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει ασχήμια.
Εκείνο που δεν φοβάται να κοιτάξει πρώτο, για να προσφέρει την επιθυμία,
παρά όταν δεν σε βλέπει, νιώθεις την πίκρα την κρυφή.
Είναι όμως η πίκρα πως δεν μπορείς να το κοιτάζεις πάντα,
τόση όση να το αποζητάς κάθε φορά περισσότερο,
μοναδική γιατρειά για την ασχήμια που νομίζεις πως η φύση σε προίκισε.

Μην τραβάς το βλέμμα σου, μην διστάζεις το χάδι σου.
Δεν είναι η λύση για μένα. Περνούν τα χρόνια. Κράτα τα κοντά μας.
Κράτα μας, μαζί.

29.11.09

Μάτια που όσο με κοιτάτε αλλάζω….


Κυνηγημένος
από έναν πόθο μας κοινό…

Κυνηγημένος από έναν πόθο μας κοινό
που αδιάκοπα μεγάλωνε

Μέσ΄ από πόλεις κι εξοχές

Και θανάσιμα βέβαιος ότι θα με φθάσεις

Η κατοικία μου κι ας σου ήταν άγνωστη
και τ΄ όνομά μου κι η όψις μου

Και τώρα νύχτα κι εσύ εδώ
κι ο πόθος μας χωρισμένος στα δυο

Κι οι πόλεις και οι εξοχές
αποκοιμισμένες στον βυθό του.

28.11.09

Η γάτα



Έδιωξα κι εγώ μια γάτα,
που ΄χε γαλανά τα μάτια.

Σαν κοιμόμουνα τη νύχτα
μούχωνε βαθιά τα νύχια.

Τόσους μήνες που την είχα
μου ξηγιότανε στην τρίχα.

Τώρα έγινε από σόι
και τα ψάρια δεν τα τρώει.

Την εδιώχνω με γινάτι
και την άλλη μέρα νάτη.

Μου ΄ρχεται με ποντικάκια
και μου κάνει κορδελάκια.

Τώρα βρήκα άλλη γάτα,
πιο όμορφη και μαυρομάτα.

Πονηρή κι αυτή σαν γάτα,
μου τα σπάει κρυφά τα πιάτα.

27.11.09

Το νέο πάθος



Έρχεται σαν το ξαφνικό άνεμο
του καλοκαιριού∙ όμως δεν δροσίζει
μόνο φουσκώνει τα καυτά κύματα του νου.
Το σώμα ακολουθεί
σαν τρελαμένος σαλτιμπάγκος∙
χειρονομεί αφύσικα
για να πείσει το κοινό πως θριαμβεύει.
«Τι είναι; Τι σου λείπει;»
ρωτάω τα διάφορα μέρη του προσώπου
με την ειρωνεία που παράγει
η πίκρα της πείρας,
η πίκρα της απεριόριστης απώλειας.
Απαντώ: Κοιτώ τη θάλασσα
κι όλο μου αφαιρείται η έννοιά της
αφού όλα τα γαλάζια ξεχάστηκαν
κι εγώ λησμόνησα τα μπλε…
Ζητώ εξηγήσεις από την πλάση
μα με στέλνουν αλλού
σε άλλη υπηρεσία συναλλαγών∙
καμιά σχέση με το μέλλον,
Λέω: Θα ΄μια γλυκιά
θ΄ αποδείξω πόσο μακάρια είναι η καλοσύνη
πόσο μακρόβια η γενναιοδωρία…
Μου απαντάει μια φωνή στεγνή
αποθηκευμένη στο αμπάρι της στέρησης:
«Τι θες; Σου ζήτησε κανείς τίποτα;»

Και τότε έρχεται
-όπως παλιά η επιθυμία ερχόταν-
ένας αέρας, ένα κρύο κύμα
ένα μαύρο φως, ένα τυφλό πάθος
χωρίς μάτι΄ αστραφτερά στο τέλος του σπασμού
μ΄ ένα αγκίστρι μπηγμένο στο στομάχι
που ματώνει όλο και πιο βαθιά
μεταλλάζει τις θρεφτικές ουσίες
ασχημίζει τα ιερά πρόσωπα
του γάμου, της φιλίας,
ενώ σε κάποια κρυφή αυλή της ύπαρξης
μαζεύονται τα σκουπίδια γέλια
τα σκασμένα λάστιχα της κίνησης.
Έρχεται, ανεβαίνει, δεν επιβαίνει
γιατί είναι ανάπηρος, πεζός
δεν επιβάλλεται σαν επιθυμία
γιατί δεν υπάρχει επί
είναι μόνο θυμός…
ή μήπως ο Θεός που ΄χει κακοφορμήσει;

26.11.09

Ο καθρέφτης

.
Ξύπνησε, όπως πάντα, ένα τέταρτο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Δεν το είχε ανάγκη για να ξυπνάει, αλλά για ν' αποκοιμιέται... Το δυνατό, ρυθμικό τικ - τακ τού κρατούσε συντροφιά, τού έδινε την ψευδαίσθηση πως δεν ήταν μόνος στο δωμάτιο του άχαρου ξενοδοχείου.

Άρχισε να ξυρίζεται μ' αυτή την καταπληκτική μηχανή με μπαταρίες, που είχε αγοράσει, ενώ με το άλλο χέρι συγύριζε το δωμάτιο, για να το βρει η καμαριέρα τακτικό. Έβαλε ένα καθαρό πουκάμισο - κάθε δεύτερη μέρα άλλαζε - και ντύθηκε.

Τη στιγμή που έδενε τη γραβάτα του, χτύπησε το ξυπνητήρι. Χαμογέλασε στη σκέψη πως είχε μια κανονική ζωή, ένα σήμερα ολόιδιο με το χτες, μια συνέχεια τέλος πάντων. Οι ίδιες κινήσεις, οι ίδιοι θόρυβοι, το δρομολόγιο, η ίδια εργασία, η ίδια κάμαρα... Κάτι ήταν κι αυτό.

Τίποτε δεν είχε αλλάξει μέσα σ' αυτά τα χρόνια και αυτό ήταν ένα είδος επιτυχίας... Ήταν έτοιμος. Μα έλειπε το σπουδαιότερο: Το χτένισμα. Δεν μπορούσε ν' αποφύγει τον καθρέφτη όμως. Κάθε φορά που τον αντίκριζε, του ερχόταν στο νου η τέταρτη, αλλά και τελευταία επέτειος των γάμων του και ας είχε περάσει μια ολόκληρη δεκαετία από τότε. Πήρε την τσατσάρα κι έφτιαξε τη χωρίστρα του. Μια χωρίστρα κοινή, ανώνυμη, όπως και το ντύσιμό του, όπως οι κινήσεις του, οι εκφράσεις του, η ομιλία του, η συμπεριφορά του ήταν.

Την έστρωσε καλά - καλά και έπειτα, χωρίς να το θέλει - ποτέ του δεν το θέλησε - ξανάκουσε με τη φαντασία του τον τελευταίο του διάλογο με την Κάτια.

«Θεέ μου, πώς μπόρεσα και παντρεύτηκα τέτοιο τέρας σαν και σένα.! Και ήθελες να σου είμαι και πιστή... Πιστή μια γυναίκα σαν και μένα... Μια κυρία από σπίτι, με φινέτσα, με γαλλικά, με γνώσεις πιάνου, μια γυναίκα ραφινάτη και γλυκομίλητη... Τώρα αμέσως να πάρεις τα κουρέλια σου και να φύγεις. Βαρέθηκα τη ζήλια σου και κυρίως δεν αντέχω την ασχήμια σου. Κουράστηκα να πλένω τις φανέλες σου, τα πουκάμισά σου. Χάλασα τα χέρια μου, τα ωραία μακριά μου χέρια. Ξέρεις πώς με φώναζαν στο σχολείο; Πιανίστα. Εσένα πώς σε φώναζαν; Κουασιμόδο;

«Όχι, κερατά...»

«Παλιάνθρωπε, ανάγωγε! Πότε θα μάθεις τρόπους; Μάζεφτα και φύγε. Μα την ώρα που θα κατεβαίνεις, ρίξε μια ματιά στον καθρέφτη του ασανσέρ στο πρόσωπό σου. Εάν σου 'χει μείνει τόση δα ειλικρίνεια, τότες θα απορήσεις για την αντοχή μου. Θα αηδιάσεις με το θέαμα, όπως αηδίαζα κι εγώ κάθε φορά που μ' άγγιζες. Μου τα 'λεγε η καημένη η μαμά. "Κόρη μου, εσένα που σε προόριζα για πριγκιπόπουλο... θα πάρεις αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας, με το μακρύ πιγούνι, τα τεράστια βοδινά μάτια, και αυτή τη σουβλερή μύτη... Καλά, δε λυπάσαι τον εαυτό σου. Αλλά δε λυπάσαι τα παιδιά σου; Αν πάρουν απ' αυτόν θα μοιάζουν κάτι μεταξύ ζώων και πτηνών". Μα να το λάθος μου, σε λυπήθηκα η ανόητη...».

«Με λυπήθηκες; Όσο για τη μητέρα σου, έχω το γράμμα της που μου 'χε στείλει από την Αιδηψό το πρώτο καλοκαίρι του γάμου μας. Έγραφε: "Να 'σαι καλά παιδί μου, που με απήλλαξες απ' αυτήν τη φαντασμένη, την ανισόρροπη την κόρη μου. Ο Θεός να σου δίνει κουράγιο. Με πέθανε τριάντα χρόνια..."».

«Τότε η καημένη η μαμά είχε αρχίσει να το χάνει. Αλλά, εσύ δε σέβεσαι ούτε τη μνήμη μιας πεθαμένης. Ξετσίπωτε, μηδαμινό, πανάσχημο πλάσμα. Σε τρώει ο φθόνος, γιατί ακόμα και η παραδουλεύτρα δεν αντέχει να σε κοιτάξει κατάματα. Δεν την αδικώ τη γυναίκα. Ενώ, εμένα με τριγυρίζουν παραγωγοί ταινιών...».

« Σε... αναποδογυρίζουν... τουλάχιστον απ' ό,τι είδα προ ολίγου».

«Έξω, έξω από το σπίτι αγριάνθρωπε. Αποτυχημένο τέρας».

Εδώ που τα λέμε, σκέφτηκε ξαναπερνώντας μηχανικά τη χτένα πάνω στα μαλλιά του, δεν είχε και πολύ άδικο. Ήταν αδιόρθωτα άσχημος. Μπορούσε όμως να μην του τα χε πει έτσι σκληρά. Μα δε βαριέσαι, αν δεν ήταν αυτή θα 'ταν μια άλλη... Κάποτε θα το μάθαινε. Όταν πείστηκε για την ασχήμια του, της έγραψε ένα γράμμα.

«Αγαπητή Κάτια,
Ακολούθησα τη συμβουλή σου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και επειδή μου έχει μείνει περισσότερη τιμιότητα απ' όση νομίζεις ανατρίχιασα. Τώρα σε δικαιολογώ για κείνα που είπες και έκανες στη θλιβερή επέτειό μας. Δεν έχω το δικαίωμα να σε ταλαιπωρώ εφ' όρου ζωής, γι' αυτό αποφάσισα να σου δώσω διαζύγιο. Με την ομορφιά σου και τις γνωριμίες σου, είμαι σίγουρος πως θα επιτύχεις. Αν θέλεις μπορείς να χρησιμοποιήσεις το γράμμα μου στο δικαστήριο.
Σου ζητώ συγνώμη για την ασχήμια μου και σ' ευχαριστώ που μου άνοιξες τα μάτια. Καλή τύχη.
Αλέκος».

Μετά μια βδομάδα χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν πρόλαβε ούτε «εμπρός» να πει και την άκουσε να λέει: «Σε γέλασαν εξυπνάκια...».

Τι τα 'θελε και τα θυμόταν; Περασμένα ήταν. Φυσικά, δεν ήταν ο μόνος άσχημος στον κόσμο... Τέλος πάντων, ζούσε, εργαζόταν, πλήρωνε διατροφή, και με τη μοναχική ζωή του ξεπλήρωνε την ασχήμια του. Ευτυχώς παιδιά δεν πρόλαβε να κάνει κι έτσι δεν είχε τύψεις πως θα άφηνε τέτοια κληρονομιά στην κοινωνία. Το ελαττωματικό πρόσωπο άρχιζε με εκείνον και θα τελείωνε σε κείνον.

Κάθε μέρα που πέρναγε, ανακάλυπτε και κάτι άλλο επάνω του, που πριν δεν είχε προσέξει. Κείνο το πρωί είδε με φρίκη πως τ' αυτιά του ήταν δυσανάλογα μικρά. Πριν μια βδομάδα, πως το κούτελό του ήταν μεγάλο. Έπρεπε να πηγαίνει. Είχε αργήσει.

«Σας ζήτησε ο κύριος διευθυντής», του είπε η δακτυλογράφος.

Πέρασε το διάδρομο και έφτασε μπρος στην καφέ πόρτα. Χτύπησε διακριτικά. Ο διευθυντής σηκώθηκε:

«Αργήσατε, πρώτη φορά το κάνετε αυτό, αγαπητέ μου. Και εδώ σας περιμένουμε για κάτι σπουδαίο. Να σας συστήσω τον κύριο Λαμπ».

Ο Αλέκος γύρισε και μόλις τότε πρόσεξε την παρουσία ενός άγνωστου άντρα, λίγο παράξενα ντυμένου. Φορούσε κόκκινο σακάκι, μπλε παντελόνι, πράσινο ριγέ πουκάμισο και κίτρινο φουλάρι.

«Καθίστε», είπε ο άγνωστος με μια οικειότητα στο χώρο λες και το γραφείο ήταν δικό. Κάρφωσε τα μάτια του πάνω στο πρόσωπο του και έπειτα γύρισε προς τον διευθυντή.

«Είναι ο άνθρωπός μου. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισα. Ζητώ την άδειά σας να του εξηγήσω περί τίνος πρόκειται. Οπως καταλάβατε από τ' όνομά μου, είμαι καλλιτέχνης».

«Νόμιζα πως είστε αλλοδαπός».

«Αν με βοηθήσετε λίγο θα γίνω διεθνής... Το επίθετό μου είναι Λαμπρινοπαπαδημητράκης. Μεγάλο και ασυνάρτητο. Αποφάσισα να λέγομαι Λαμπ. Είμαι σκηνοθέτης. Έχω γυρίσει πολλά έργα... για την ακρίβεια διαφημιστικά. Εξ ου και η γνωριμία μου με τον κύριο διευθυντή σας. Αλλά πάντα φιλοδοξούσα κάτι καλύτερο. Έγραψα ένα σενάριο για παλιές εκκλησίες. Γίνεται ένα Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στο Λουξεμβούργο και αποφάσισα να συμμετάσχω. Χτες που σας είδα να βγαίνετε νόμισα πως ο Θεός σάς έριξε στο δρόμο μου. Στον ουρανό σάς γύρευα και στη γη σάς βρήκα. Θέλω να παίξετε στην ταινία μου. Να πρωταγωνιστήσετε».

«Την Παναγία των Παρισίων έχετε κατά νου», είπε βέβαιος πως τον ήθελε για το ρόλο του Κουασιμόδου.

«Έχετε χιούμορ και αυτό είναι κάτι που εκτιμώ πολύ. Αλλά ας μιλήσουμε σοβαρά. Ο κύριος Γιαννάκης θα σας δώσει άδεια άνευ αποδοχών όσο θα κρατήσουν τα γυρίσματα. Από μένα θα πληρωθείτε αδρά. Όλα τα είχα έτοιμα, μόνο ένα πρόσωπο σαν το δικό σας μου έλειπε. Μπορούμε ν' αρχίσουμε από αύριο».

«Μπορείτε κύριε Λαμπ, έκανε έντρομος ο Αλέκος, να επαναλάβετε τι ήταν εκείνο που σας έλειπε;».

«Σας είπα. Ένα πρόσωπο σαν το δικό σας. Αυτά τα μεγάλα μελαγχολικά, γλυκά μάτια, αυτή η μύτη, ίσια, λεπτή αντρίκεια, μύτη, μύτη αγίου ή κατακτητού. Μοιάζετε με βυζαντινή εικόνα. Θα σας κάνω ένα "άγιο" Δον Ζουάν, που θα ξεναγεί στην παλιά εκκλησία, τις όμορφες, προκλητικές αλλά άπιστες τουρίστριες. Και κείνες θα γονατίζουν μπρος στη γοητεία του και θα πιστεύουν στο Θεό, σε σας, στο θαύμα. Θα γίνει πάταγος. Θα πάρουμε το πρώτο βραβείο, να 'στε σίγουρος».

Ο Αλέκος ένιωσε τη δεξιά φλέβα στον κρόταφο να τον τσιμπά, έπειτα ένα θόρυβο, έναν εσωτερικό θόρυβο απ' το αίμα που ανέβαινε με ταχύτητα στο κεφάλι του. Θα πάθαινε συμφόρηση και δε θα 'χει προλάβει να μιλήσει, να τους ξεσκεπάσει. Μάζεψε όση δύναμη του απέμενε.

«Κύριε Διευθυντά. Μην πιστεύετε τίποτα. Ολα είναι σκευωρία της γυναίκας μου. Δε με συγχωρεί για την ασχήμια μου. Με μισεί. Καιρός είναι να με λυπηθεί. Να πείτε παρακαλώ στο συνεργό της να μη με κοροϊδεύει. Ελεος επιτέλους, δε φταίω που γεννήθηκα έτσι.. Ξέρω πως είμαι αποκρουστικός, πως το κούτελό μου μοιάζει με διάδρομο προσγείωσης, πως τ' αυτιά μου είναι μικρά και τα μάτια μου σαν και κείνα του βοδιού. Όσο για τη μύτη μου, ο θεός να με λυπηθεί... Ας μ' αφήσουν ήσυχο. Κύριε Γιαννάκη, πεθαίνω ή λιποθυμώ», είπε και σωριάστηκε στο πάτωμα πριν προλάβουν οι δύο άντρες να τον συγκρατήσουν. Ο κύριος Γιαννάκης φώναζε σαν υστερικός «γιατρό! γιατρό!», ενώ ο κύριος Λαμπ έσκυψε πάνω του και τον περιεργαζόταν.

«Μια χαρά τ' αυτιά του και το κούτελό του υπέροχο. Τι να έπαθε ο άνθρωπος; Συγκίνηση. Μα γιατί συγκινούνται όλοι όταν τους προτείνουμε να παίξουν στον κινηματογράφο; Αυτός, πάντως, το παράκανε. Ελπίζω να μην πέθανε».

25.11.09

Σε κοιτούσα


Σε κοιτούσα στα στενά σοκάκια
χωρίς ρολόι.
Ήταν την ώρα που πίναμε καφέ
στο ίδιο τραπέζι.
Τη στιγμή που ακούμπησα το χέρι σου
χωρίς να κοιτάξω γύρω.

Δεν ξέρω τι ήταν πιο όμορφο.
Εσύ ή ο ελεύθερος ουρανός
που κατέγραφε τη ζωή μας.

Σε κοιτούσα τη νύχτα να χορεύεις
περπατώντας.
Ήταν την ώρα που γελούσαμε
ακουμπισμένοι δίπλα.
Τη στιγμή που χάιδευες το μέτωπό μου
να διώξεις τις ρυτίδες.

Δεν ξέρω τι ήταν πιο ελεύθερο.
Εσύ ή το βλέμμα των ανθρώπων
που φωνάζει: είμαστε εδώ.

Σε κοιτούσα να κινείσαι στις λεωφόρους
με την ταχύτητα που αγαπάς.
Ήταν την ώρα που ταξιδεύαμε
με μια ford του ΄57.
Τη στιγμή που η θάλασσα έστελνε αλμύρα
να γυρίσει τα νιάτα μας.

Δεν ξέρω τι ήταν πιο όμορφο.
Εσύ ή το όνειρο που εξελισσόταν
μαζί σου.

Τελικά δεν έχω κοιτάξει τίποτα
πριν από σένα.

Τελικά δεν ξέρω τίποτα
παρεκτός Εσένα.

Όταν ξεφυλλίζεις το μέλλον
υπάρχει ακόμα ελπίδα.

24.11.09

Φωτιά

.
Σκεφτόμουν πορτοκαλί.
Χρώμα μυρωδάτο
να σκεπάζει τους πόθους μας.

Άκουγα νωχελικές φωνές.
Μελωδίες σκορπούσαν
στο σμίξιμο των σωμάτων μας.

Έβλεπα τη νύχτα να γέρνει.
Ασημένιο φως κουβαλούσε
να φωτίσει τα λόγια μας.

Ήσουν εκεί κι εγώ μαζί σου.
Ζωή αλλάζαμε, ελεύθεροι άνθρωποι
ήταν οι ρόλοι μας.

Θυμήσου την άλλη φορά
να κρατήσεις φωτιά από κείνη
που ανάβεις μέσα μου.

Όσο κι ελαφρύς να ΄ναι ο χειμώνας
θα υπάρξουν στιγμές
που θα κρυώνεις μόνος.

23.11.09

Τομή στο Χρόνο


Απ΄ τη στιγμή που αρνήθηκε τον έρωτά μου
αδέσποτος γερνάει ο χρόνος
Λένε πώς δεν θυμάται ούτε την πρώτη μας φορά
Σβήνει από έπαρση μες στο παρθένο σώμα του.

Απ΄ τη στιγμή που αρνήθηκε τον έρωτά μου
ο χρόνος
στις ώρες μου το γήρας δεν κυλά
Μόνον εξωτισμός μιας επανάληψης
Μονότονοι άσωτοι ρυθμοί
Έκταση της στιγμής.
Στη χάση του Παρθένου
Το Παρθενικό
Ως δωρεά αναπάντεχη μου δόθηκε
το βλέμμα που έψαχνα
Αειθαλές και Γόνιμο
όπως ενός τυφλού ή του βρέφους.

Απ΄ τη στιγμή που αρνήθηκα τον έρωτα του χρόνου
Ο Έρωτάς μου Διήρκησε και Διαρκεί.

22.11.09

Έλα να δεις


Ετούτο το καράβι
πως αργοκυλάει λυτρωτικά
στα χρώματα του φθινοπώρου
από του κόσμου τη μεγαλοσύνη μαγνητισμένο.
Μερτικό αντάξιο στα σημάδια του πεπρωμένου.

Ανάσα γνώριμη, θα ΄λεγες, στης θάλασσας τη σιωπή.
μάχεται τείχη εξοντωτικά
τους ίσκιους προσπερνάει
κι οι ρίζες του, δείκτης στιγμών,
φλέβες πυρετικές βλασταίνει.

Και παίζει και τεντώνεται
στων πηγών την ατέρμονη διαύγεια
και υφαίνει μια πρασινάδα τρυφερότητα
σε όλα τα δάχτυλα του ονείρου
μέσα από του χρόνου τις σκουριές.

Χελιδονιού φτερούγισμα
στην αγκαλιά του σιρόκου

21.11.09

Τέσσερις το πρωί




Η ώρα της νύχτας μέσα στη μέρα.
Η ώρα του γυρίσματος από πλευρό σε πλευρό.
Η ώρα για τους μεσόκοπους.

Η καθαρή ώρα για το λάλημα των πετεινών.
Η ώρα που μας απαρνιέται η γη.
Η ώρα των σταγόνων από σβησμένα άστρα.
Η ώρα του «τι κι αν μετά από μας δεν υπάρχει τίποτα».

Μια άδεια ώρα.
Άχαρη, στείρα.
Απ' όλες τις ώρες η χειρότερη.

Κανένας δεν είναι στα καλά του στις τέσσερις το πρωί.
Κι αν άσπρα μυρμήγκια νιώθουν ωραία στις τέσσερις το πρωί
- ας συγχαρούμε τα μυρμήγκια. Κι ας γίνει πέντε η ώρα
αν σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να ζούμε.

Μτφρ.: Β. Καραβίτης

20.11.09

Χορηγία


Κάθε μέρα θα ΄θελα
να νιώθω, σαν σήμερα.
Να βλέπω τα βάσανά μου
και να ονειρεύομαι.
Να πλένω τα πιάτα μου
και να ταξιδεύω…
να φροντίζω τον κόσμο και να χαίρομαι.
Να ξενυχτώ από αγάπη
και να κοιμάμαι,
με μάτια ανοικτά!
Έτσι σε μέτρησα ζωή.
Με μια μεζούρα κριτικής
που μ΄ έκανε χαρούμενη.
Έτοιμη ν΄ ανταμώσω τη λύτρωση
και να συνομιλώ αιώνια με τ΄ άστρα.
Κι όλα είναι τόσο απλά
σ΄ αυτή την επαφή…
Ο δικός μου άνθρωπος
θα παραμείνει αλώβητος
όχι σαν αητός, που έλεγε ο Δέλφης,
αλλά σαν αστέρι, που επιχορηγεί
τη Γη με όνειρα και ελπίδες…

19.11.09

Ηδέως ζην


-Ηδέως ζην και ευ αγωνίζεσθαι-
Στην αλχημεία της ευτυχίας μου
δοκίμαζα τη σοφία της εποχής μου.
Θείος Νόμος –Μειονότητς είστε σεις
που μ΄ εμποδίζετε στο διαλογισμό μου
Μην κολακεύετε την έπαρσή σας –στην
υπέρβασή μου βλέπω καθαρά μέσ΄ από
τα φτηνά τζάμια σας τις κρυφές σας
επιθυμίες, απληστία, φιλοδοξία και
παράνομο πλουτισμό. Εγώ Βαβυλώνιος
τοξότης του Περσικού Στρατού με τη
φαρέτρα μου στον ώμο,
θα σας τοξοβολώ
ανηλεώς.

18.11.09

Αν τότε…



Τι ωραία που θάταν
αν είχαμε συναντηθεί τότε που σ΄ ονειρεύτηκα,
πριν ξεφυλλίσω τα ημερολόγια
στο φύσημα του ανέμου
πριν γκρεμιστούν τα είδωλα
στα πάρκα των ελπίδων.

Τότε που δεν είχες όνομα
κι ήμουνα όλη δική σου.

17.11.09

1050 χιλιόκυκλοι



Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο!"
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σου' στειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου,
ήταν φωνή χιλιάδων του λαού σου.
"Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο!"
Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,
εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,
χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,
σε στόματα μανάδων η κατάρα.
Και τα κορίτσια και τ' αγόρια που μιλούσαν,
τρείς μέρες και τρείς νύχτες δε μετρούσαν,
δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,
κι' αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
"Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο!"
Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,
δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,
λένε πως είναι τέσσερις κι' είναι εκατό οι μανάδες
πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.

16.11.09

Νυχτερινό



Δύο κόμποι δάκρυα η νύχτα
νύχι που κόβεται στα δύο
σκιά που αντανακλά φως
μέσα στις σήραγγες του ονείρου
τις γεμάτες κόκκινο πηλό
Πλάθεται από την αρχή
ο άνθρωπος στα όνειρα
η τελειότητα τού γνέφει
με χαμόγελο πικρό στην άκρη
των χειλιών
σύντροφος μα για τόσο λίγο
όσο ένα τίναγμα του κεφαλιού
από ανήσυχο ύπνο
και η νύχτα βουβαίνεται ξανά
ξαναπιάνει το κέντημά της
ξαναπιάνει τ΄ αστέρια
και ημερεύει.

15.11.09

Δύσκολη στιγμή



Το βραδινό σου πρόσωπο
καθώς το σκίαζαν τα φύλλα της μουριάς
και το φεγγάρι το έντυνε
χρώμα πορτοκαλί
φάνταζε μεγαλόπρεπο
απατηλό και ξένο.

Απόψε έχει παγωνιά
και σε θυμήθηκα…

14.11.09

Η σκιά



Τα βράδια κοιμάμαι με ένα όνειρο ακουμπισμένο στα βλέφαρα. Ελαφρύ, δεν λέω, μα επίμονο. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάνω την κίνηση να το τρομάξω, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ξαπλώνει.

Ανοίγω ξαφνικά τα μάτια μου, να τρομάξει, να πεταχτεί μακριά, τα βλέφαρα να αφήσουν. Τις νύχτες που έχει φεγγάρι παίζω, μην τύχει και μου φύγει στ΄ αλήθεια. Το σκοτάδι φοβίζει και τη ζωή ακόμη.

Μια βραδιά σαν τη χθεσινή ήτανε η πρώτη φορά, και το φεγγάρι, θυμάμαι, φώτιζε και τις πιο σκυμμένες επιθυμίες. Τότε τα μάτια τρόμαξαν περισσότερο. Τ΄ όνειρο σηκώθηκε, τεντώθηκε και ξάπλωσε πάνω στη σκιά μου.

Αχ και να ΄ξερες πόσο Σου μοιάζει. Γι΄ αυτό κάθε βράδυ με πανσέληνο παίζω. Τις άλλες σφαλίζει τα μάτια μου σαν χάδι περιμένοντας τη στιγμή που το σκοτάδι παραδίνεται και σκιά γίνεται να ενσαρκώσει το πλάσμα της αγάπης μου.

13.11.09

Gracias a la vida



.
Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσα
μου έδωσε δυο μάτια που όταν τα ανοίγω
τέλεια διακρίνω το μαύρο από το άσπρο
και στον απέραντο ουρανό το βάθος του το αστροφώτιστο
και ανάμεσα στα πλήθη τον άντρα που αγαπώ.

Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσα
μου έδωσε την ακοή που σε όλο της το εύρος
αποτυπώνει νύχτα και μέρα γρύλλους και καναρίνια
σφυριά, τουρμπίνες, γαυγίσματα, μπόρες
και τη φωνή, την τόσο τρυφερή του καλού μου αγαπημένου.

Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσα
μου έδωσε τον ήχο και το αλφαβητάριο
που μ' αυτό τις λέξεις σκέφτομαι και ξεκαθαρίζω
μητέρα, φίλος, αδερφός και φως που φωτίζει
τη διαδρομή στην ψυχή αυτού με τον οποίον είμαι ερωτευμένη.
.
Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσα
μου έδωσε το βάδισμα στα κουρασμένα μου πόδια
με αυτά διέσχισα πολιτείες και λασπωμένα χωριά
παραλίες κι ερήμους, βουνά και πεδιάδες
και το σπίτι το δικό σου, το δρόμο σου και την αυλή σου.

Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσα
μου έδωσε την καρδιά που φτερουγίζει
στο περίγραμμά σου
όταν κοιτάζω τον καρπό του ανθρώπινου μυαλού
όταν κοιτάζω το καλό τόσο μακριά απ' το κακό
όταν κοιτάζω στο βάθος των φωτεινών ματιών σου.

Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσα
μου έδωσε το γέλιο και μου έδωσε το κλάμα,
έτσι εγώ διακρίνω τη χαρά από τη θλίψη
τα δυο υλικά που σχηματίζουν το τραγούδι μου
και τραγούδι δικό σας που είναι το ίδιο τραγούδι
και το τραγούδι όλων που είναι το δικό μου τραγούδι.

Ευχαριστώ τη ζωή
Ευχαριστώ τη ζωή


 Μτφρ: ghteytria 

12.11.09

Των μεσονυχτίων



Εάν το οικοδόμημα του Κόσμου σ΄ ένα ενδόμυχο πληροί την πλήρη συνείδηση και μια σκέψη καθαρή τότε και μας προσανατολίζει αλλά και ανατρέπει τη μεταφυσική των πραγμάτων που μας περιβάλλουν πλέον.

Είθισται να κυριαρχεί μια παντοτινών ορισμών εξουσία στον έρωτα αλλά πώς το κρυφό νόημα και η ψυχή εξαντλούν μιας αληθινή ζωή και πώς κυριαρχεί η των ακριβών ηθικών σιωπή;

Μιαν ημέρα άλλη η ποίηση της πρώτης πρώτης Φυσικής διακριτή σ΄ ένα σύνολο, πράξη και μουσική αλλέως θα ορίζει το πάθος για το οποίο μας μνημονεύουν οι αμφισημίες. Ξοδευόμαστε; Αν και γιατί διαρκούν τα εύφλεκτα στοιχεία μας στον έρωτα του κατ΄ εναντίον. Ειδάλλως τι;

Εν δυνάμει τα στοιχεία τα εγκόσμια στο σώμα και όχι μόνον κατακτούν με ολίγον ενδελεχές τον μέλλοντα χρόνο. Η ευφυΐα συνορεύει με την τρέλα ή είναι το ίδιο και το αυτό; Συλλαβογράμματα συγκρατούν το χώρο στα νερά των αφελών ποτέ.

Κάποτε οι πληθυσμοί των γραπτών ευδοκιμούσαν και επαλήθευαν τα σχήματα των μεσονυχτίων. Όσο και αν αργούν μερικές φορές τα Ώκιμα να σαστίσουν, σαστίζουν και δεν επιστρέφουν ποτέ.

Διαρκεί όπως δεν το ήξερες ποτέ το πρόσωπο των μονογενών. Ή εσύ μέσα μου ως αγρυπνία και ηδύοσμος των κινδύνων.

11.11.09

Αν είναι η αγάπη έγκλημα


.
Αν είν΄ η αγάπη έγκλημα
έχω εγκληματίσει
και συνεχώς θα εγκληματώ
αφού δεν το μετανοώ
που σ΄ έχω αγαπήσει

Μα αν είν΄ η αγάπη σφάλμα βαρύ
να τη δικάσει ποιος μπορεί

Αν είν΄ η αγάπη έγκλημα
μόνο οι καρδιές το ξέρουν
ας δικαστώ κι εγώ μ΄ αυτές
τις εγκληματικές καρδιές
που κλαίνε κι υποφέρουν

Μα αν είν΄ η αγάπη σφάλμα βαρύ
να τη δικάσει ποιος μπορεί

10.11.09

Στα δύσκολα


Τις δύσκολες λέξεις
μαλακώνω με φιλιά.
Ακουμπώ προσεκτικά
το σώμα μου στο στίχο
συγχρονίζομαι,
όπως παιδί ταίριαζα την ανάσα μου
με τη ροδακινιά
ή τη γάτα που αγαπούσα.

Τρίβοντας τότε στα χέρια μου
νήματα-νοήματα
κι είναι φορές
που αναζητώ τρελά τη γομολάστιχα.

9.11.09

Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει


Δίχως λοιπόν εκπτώσεις
μα κι οι πτώσεις
έχουν εκπέσει δυστυχώς.
Τόσο φτωχός
χωρίς ψιλή, δασεία
δίχως πνεύμα γενικώς!
Μονάχα μ΄ ένα σώμα
κι αυτό σε κώμα
στην ουσία.
Τι να σου δώσω τάχα
δίχως Δοτική;
Χωρίς την Ευκτική
όσες ευχές και να ΄χα
δεν θα ΄φτάναν ως εκεί.
Μείναμε τώρα μόνοι χωρισμένοι
Με τα «πρέπει» και τα «μη».
Το «σ΄ αγαπώ» χωρίς περισπωμένη!
Αλλά η αγάπη όλα τα υπομένει
και μακροθυμεί.

8.11.09

Αφηγήσεις

Αφήγηση πρώτη

Εδώ και καιρό

σπρώχνουμε το χαμόγελο σε γέλιο

Και με καιρό πάλιν Αναμενόμενη

Κ.Α., 1994

Αφήγηση δεύτερη

Κάτι σαν ζέστη

είχε καθίσει πάνω στους ανθρώπους

Κοιτώντας τον ήλιο

κρατώντας το χρόνο στην αγκαλιά μας…

Ν.Α.




7.11.09

Πιο ήρεμα



Πιο ήρεμα δεν γινότανε
να περπατήσουμε στους δρόμους
να κλείσουμε πόρτες και παράθυρα
στην ερημιά την ανθρώπινη.
Να φύγουμε πέρ΄ από τη θύελλα
στην απέναντι όχθη την αδιάφορη
την ήσυχη κατοικία
των βουβών αγαλμάτων.
Πιο ήρεμα δεν γινότανε
να κατοικήσουμε κι εμείς αλλού
ανάμεσα σε λωτοφάγους συγγενείς
δίπλα σε σκοτωμένα γεράκια.

6.11.09

Τώρα θα διαβάσω



Τώρα θα διαβάσω,
γαλήνια γιατί το καθήκον μου έκανα
κι επισκέφτηκα τις λίμνες.
Όχι από κοντά,
η καταιγίδα το απαγορεύει,
το ιδιόκτητο κτήμα του άρχοντα
τις περικλείει,
αλλά από μακριά.
Καθώς στην αληθινή ευτυχία
στη ζωή μας.
Τώρα που το καθήκον μου έκανα
μπορώ να φύγω.
Σαν τον μαρμαρά που πελεκούσε
τον σταυρό του τάφου του
μόνος,
γιατί όχι,
κάποιος άλλωστε έπρεπε να το κάνει.
Καλύτερα μόνος,
η δουλειά καλύτερη, πιο εγγυημένη.
Τούτη η χώρα έχει μια τραγική ομορφιά,
που οι σταγόνες της βροχής
χτυπούν αδιάκοπα.
Έτσι ξεπλένεται η οδύνη
και γαληνεύει.
Σαν και μένα που απόψε θα διαβάσω,
ήσυχη γιατί η ώρα τέλειωσε καλά
κι αύριο η θλίψη για σένα
θάναι τόσο μακριά μου.
Ανάγκη,
εκεί σε βάφτισα.

5.11.09

Μοιραία συνάντηση



Συναντηθήκαμε σ΄ ένα όνειρο
που Δε θα τελειώσει ποτέ.
Ένα βυζαντινό όνειρο
Ένα όνειρο γεμάτο τρυφερότητα
κι αγάπη.
Ένα όνειρο που χαρίζει
μα Δε χαρίζεται
Ένα όνειρο
που μόνο όνειρο δεν είναι.

4.11.09

Νομοτέλεια


Λουλούδια σε καλαθάκι από το γάμο παρθένας
κρέμονται οι σκέψεις κρατώντας την δροσιά
στα πέταλά τους.
Μην αναρωτιέσαι. Είναι κάποιες μέρες που
οι λέξεις δεν φτάνουν και ντροπαλή εμφανίζεται
η μουσική.
Είναι που ο ήχος υποκλίνεται στο φως
για την ταχύτητά του. Εμπειριστές έφτιαξαν
την τάξη.
Μην σκέφτεσαι ίσια. Η φωνή σου γλιστράει
από τις γρίλιες όπως από πουθενά φαντάζει
η όψη σου.
Κι εγώ σε βλέπω, σ΄ ακούω, σ΄ αγκαλιάζω
όπως το βλαστάρι τον κορμό. Σάρκα αισθάνθηκε
την αγάπη.
Μην φοβάσαι. Είναι που μου λείπεις και δεν φωνάζω
να γυρίσεις. Άνθρωποι υπέκυψαν και γόγγυσαν
στην νομοτέλεια.

3.11.09

Άτιτλο- Πρωινή έξοδος

.
Στη στάση περιμένουμε το λεωφορείο
Δε μας παίρνει το πρώτο
Δε μας παίρνει το δεύτερο
Στο τρίτο προωθούνται οι τυχεροί
Εμείς οι άλλοι μένουμε
Και περιμένουμε
Κανείς δεν κοιτά τον άλλο στα μάτια
Μετακινούμαστε στον πεπερασμένο χώρο
Ένα βήμα μπρος, ένα βήμα πλάγια
Κι η ζέστη μας ενοχλεί φοβερά
Τα σώματά μας εφάπτονται
Δε μας κάνει εντύπωση
Το μόνο κοινό που έχουμε
Είναι η αγανάκτηση και η μοναξιά μας
Που βιαζόμαστε να φορτώσουμε
Στο επόμενο λεωφορείο.

2.11.09

Άτιτλο

.

Στο νησί των άθεων
κυκλοφορούν σ΄ ελεύθερη διασκευή
ρομαντικοί αδιόρθωτοι.
Οι εισαγόμενοι χορεύουν τσιφτετέλι
και οι ιθαγενείς μαίνονται
μετά την πρώτη μπύρα.

Εγώ ψάχνω το δικό μου
ανθόσπαρτο μονοπάτι
και τους δηλώνω: «πως δεν σας ταιριάζω»
Απομακρύνομαι και κρύβομαι
μεσ' στην ομίχλη της μοναξιάς μου.

1.11.09

Μεταχειρισμένο όνειρο


.

Έχω μεταχειριστεί το όνειρο
Αυτού του δωματίου πολλές φορές.
Πότε στις σκιές
Υπολογίζοντας
Ιδέες χρωμάτων
Άλλων ιδεών.
Πότε στις γωνίες
Τις υποψίες μου
Ότι κι εσύ έχεις υπάρξει εδώ.
Στο κρύσταλλο των παράθυρων
Ραγίζοντας κάθε καθαρότητα.
Χωρίς την καθημερινότητά μου.
Έχεις κι εσύ μεταχειριστεί αυτό το όνειρο;
Είναι απόρρητος ο δικός σου καιρός.
Σαν κάποιο περιεχόμενο απόγευμα
Στο τελευταίο απόγευμα του κόσμου.