31.12.10

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια




Η ζητιάνα στο λιθόστρωτο
κόκκινο μαντίλι φοράει
ίσα για να μην ξεχωρίζει
το χρώμα των ματιών της.
Όταν ξαναπεράσεις από ΄κει
μην φοβηθείς να την κοιτάξεις.
Δημιούργημά σου είναι.
Μπ.


Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε
τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους
παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε
ονόματα και βλέμματα και δρόμους.

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε.

Κι αν άλλαξαν οι φίλοι μας λιγάκι
αλλάξαμε κι εμείς με τη σειρά μας
χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι
αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας.

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

28.12.10

Γυναίκα - ιέρεια της ζωής



Γυναίκα, σάρκα τρυφερή,
ψυχή αιμάσουσα,
σε είδα να πορεύεσαι σκυφτή
κι αναγνώρισα στον στοχασμό σου
την αιωνιότητα του κόσμου,
την θρεμμένη με το δικό σου γάλα.
Και σε είπα "Ιέρεια της Ζωής"
ιερή μου σκλάβα!…

25.12.10

Η επιστροφή που καρτερούσαμε




Η επιστροφή που καρτερούσαμε ναυάγησε
Κάποια άνοιξη θα ΄ρχόμασταν γυμνοί κι ωραίοι σαν τη μέρα
που γεννήθηκες
Η φωνή μας θα ηχούσε στρωτή κι επίπεδη σαν τους κάμπους
που σου ιστορούσα.


Μα τώρα δεν βλέπω την όψη σου έτσι που κρύφτηκες μες
στις αμυγδαλιές
Τα μάτια σου ματωμένα κοχύλια που νοστάλγησαν τον άλλο
βυθό
Οι αυτοκινητάμαξες οδύρονται τα δειλινά το κλάμα τους πώς
να καταλαγιάσει
Άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν στους δρόμους τα χαμίνια
σιγοσφυρίζουν στις γωνίες
Χειρονομίες μετέωρες συσπάσεις πονεμένες στα στρατιωτικά
νοσοκομεία
Κι έχουμε τόσα πολλά να πούμε τάχατες θα τελειώσουν ποτέ
Για μια παλιά φυγή για μια φωτιά που έσβησε μες στην
καρδιά μου
για ένα ταξίδι αξέχαστο ας πούμε με το α/π Αγγέλικα
Κι υπάρχουν τόσοι τρόποι να σ' αγαπήσω ακόμη
Μέρες δύσκολες ήλιος αναιμικός κι ο Άδωνις λησμόνησε τα
μονοπάτια
Τάχα ποιο τ' όφελος κάθε ζωη σημαδεύει το θάνατό της
Κι οι εποχές στριφογυρίζουν αδιάκοπα σαν τη ρουλέτα ενός
Καζίνου.


Όμως εμείς κάθε μέρα σωπαίνουμε κι οι θριαμβικές ιαχές μας
Των περασμένων ημερών αντιλαλούν στους τοίχους που μας
φυλακίζουν
Κι άσε τους επικριτές να μας αποκαλούν κλειστά βιβλία
Σε ποιον να εξομολογηθούμε τα τόσα μας κρίματα
Τώρα που έχουμε μια πίκρα στην καρδιά
Τώρα που έχουμε μια μεταμέλεια.

24.12.10

Γυναικείοι αφορισμοί



Τ΄ αγαπώ

πάντοτε εκφύλιζε
τη δημιουργία.



Όποτε αγαπώ κάποιον άνθρωπο
περνάει στην Ιστορία.



Το πιο ωραίο θέατρο
που αξίζει να δεις
είναι το ίδιο σου το πεπρωμένο.

Ο λογισμός
δεν έχει ανάγκη
από σάρκα.

Συχνά ρίχνω το φως σε άλλους
αλλ΄ εγώ παραμένω
στο σκοτάδι πάντοτε.

Προσπάθησα να κλάψω
με τα χέρια.

Αγάπη μου σε ονειρεύτηκα όπως ονειρεύεται κανείς τα ρόδα και τους αέρηδες.


Μτφρ: Β.  Ρούβαλης

18.12.10

Για τη μέρα Σου


Γερνάμε μαζί αλλά
θα πεθάνω μόνο εγώ,
αγάπη μου.
Γ. Ευθυμιάδης


Το παγκάκι βουτηγμένο στη νύχτα του,
πάλευε να κρατήσει μια θέση στεγνή
από τη βροχή που δεν σεβόταν τίποτα.
Ίσως να μην έπαιρνε ο αέρας τα φυλλώματα
που χρόνια τώρα παριστάνουν τη στέγη του.
Ναι, αρχίζω να πιστεύω ότι κινιόταν
δεξιά-αριστερά, πίσω-μπρος σαν διεθνής πορτιέρης.

Κάθισα στη θέση τη στεγνή κοιτάζοντας ό,τι αγαπώ.
Θαρρώ κάποια στιγμή σε είδα. Πλάσμα της φαντασίας μου,
απάντηση στην απορία μου. Φεύγοντας άφησα το δώρο σου εκεί.
Μπορεί να το βρεις.
Μόνη έμεινε και η πιο όμορφη τούρτα.
Πήρε ο αέρας τη φλόγα των κεριών,
μια γεύση πικρή, τη θέση της γλύκας
Ο σπαραγμός της μάνας, στα λόγια σου.

Ας είναι. Ας τρεμοπαίζουν τα φώτα του λιμανιού
στα παράθυρα που ακουμπά ολόκληρη η ζωή μου.
Να σου λένε κάθε μέρα, Χρόνια Πολλά.

9.12.10

Ζωή κλεμμένη



Ίσως εκείνο που ζητάς
εγώ να μην το έχω
κι απ' ό,τι ονειρεύτηκες
εγώ πολύ ν' απέχω.

Ίσως να μη σου φτάνω εγώ
γιατί πολλά ζητούσες
μα θα 'ταν όλα αλλιώτικα
αν λίγο μ' αγαπούσες.

Μη μ' αποφεύγεις μάτια μου
μη με κοιτάς σαν ξένη
ζωή που δε μοιράζεται
είναι ζωή κλεμμένη.

Ίσως να σε κρατάει εδώ
μονάχα η συνήθεια
μα όσα κι αν μου 'πες ψέμματα
σ' αγάπησα στ' αλήθεια.

4.12.10

Ανέπαφος



Αθεράπευτα ήρεμος, συγκέντρωνε ο Ανέπαφος ό,τι πιο γοητευτικό από τη σιωπή. Εισπνέοντας πέντε από τα χρώματα του πρωινού ένιωσε μια χαλάρωση σε όλα του τα μέλη. Αγριεμένα λευκά κοχύλια βούιζαν πίσω από το γαλανό καπνό.
Πράσινη σαν λιβάδι, είδε ο Ανέπαφος, την αγωνία να υπερίπταται. Να πυκνώνει με το πούσι, έτσι που να καλπάζουν προσμονές και φόβοι στη γεωμετρία των ανθρώπων, ώσπου να ορίζεται σαν μια ευθεία το ιπποδρόμιο, μέχρι που η εξάντληση να τους πετάξει κάτω αναίσθητους, χωρίς καμία θύμηση.
Αστείρευτα κυοφορούσα τον προσπέρασε η Λενόρα, με υπολείμματα, στεγνής πια, τρυφεράδας πάνω στα μαλλιά της. Τα μάτια της δεν έβλεπαν. Τυφλή μέσα στο φως της μέρας, έψαχνε να βρει εκείνο που θα σήμαινε τη νέα πλημμυρίδα πόνων.